- τσιμπλού
- ηπληθ. -ούδες, οι, θηλ. του τσιμπλής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμπλού — η, Ν βλ. τσίμπλης … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
τσίμπλης — και τσιμπλής, θηλ. τσιμπλού και τσίμπλα, Ν [τσίμπλα] τσιμπλιάρης … Dictionary of Greek
τσιμπλής — τσιμπλής, ο και τσίμπλης, ο θηλ. τσιμπλού τσιμπλιάρης (βλ. λ.), τσιμπλομάτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)